- ασταύρωτος
- η , ο [ος , ον ]1) нераспятый; 2) некрестообразный; нескрещённый; 3) не осенённый крестом; 4) оставленный в покое;
δεν αφήνεις κανέναν ασταύρωτ — ю ты всех беспокоишь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δεν αφήνεις κανέναν ασταύρωτ — ю ты всех беспокоишь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ασταύρωτος — η, ο (Μ ἀσταύρωτος, ον) αυτός που δεν έχει σταυρωθεί ή δεν έχει καρφωθεί επάνω σε σταυρό νεοελλ. 1. εκείνος που δεν σχηματίζει σταυρό, που δεν έχει τοποθετηθεί σταυροειδώς ή χιαστί («ασταύρωτη αντένα») 2. όποιος δεν πιστεύει στον Σταυρό, ο… … Dictionary of Greek
ασταύρωτος — η, ο 1. αυτός που δε θανατώθηκε στο σταυρό: Οι μαθητές του Χριστού έμειναν ασταύρωτοι. 2. αυτός που δε διασταυρώνεται με κάτι άλλο: Ο δρόμος αυτός συνεχίζεται ως το τέλος ασταύρωτος. 3. αυτός που δεν ενοχλήθηκε φορτικά: Στη γειτονιά δεν αφήνει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)